ἐπιστοιβάσῃ

ἐπιστοιβάσῃ
ἐπιστοιβάσηι , ἐπιστοίβασις
piling up
fem dat sg (epic)
ἐπιστοιβάζω
pile up
aor subj mid 2nd sg
ἐπιστοιβάζω
pile up
aor subj act 3rd sg
ἐπιστοιβάζω
pile up
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιστοίβαση — η (Μ ἐπιστοίβασις) [επιστοιβάζω] στοίβαγμα, προσεχτική τοποθέτηση καρπών (σταφίδας, σύκων κ.λπ.) ώστε να χωρέσουν όσο το δυνατόν περισσότερα σε περιορισμένο χώρο …   Dictionary of Greek

  • επιστοίβαγμα — το [επιστοιβάζω] επιστοίβαση …   Dictionary of Greek

  • επιστοιβακτής — ο (θηλ. επιστοιβάκτρια) [επιστοιβάζω] εργάτης ειδικός στην επιστοίβαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”